κρίζω

κρίζω
κρίζω (Α)
1. τρίζω
2. (για πρόσ.) κραυγάζω, ξεφωνίζω («ὥσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες», Αριστοφ.)
3. (στους Βοιωτούς)
γελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κρίζω ανάγεται σε ονοματοποιία και εμφανίζει ρηματ. τύπους αντίστοιχους με εκείνους τού κράζω: ἔκριγον —ἔκραγον, κέκριγα —κέκραγα. Η λ. συνδέεται με αρχ. νορβ. hrīka «κροτώ, τρίζω». Στον Όμηρο απαντά άπαξ τ. κρίκε (αόρ. β') που εμφανίζει άηχο κλειστό -κ- σε αντιδιαστολή με το ηχηρό -γ- άλλων τύπων (πρβλ. ἔκριγον, κριγή) και συνδέεται με λιθουαν. krykiu, krӯkti «φωνάζω, τρίζω», ρωσ. kričatĭ «φωνάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρίζω — creak pres subj act 1st sg κρίζω creak pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίζον — κρίζω creak pres part act masc voc sg κρίζω creak pres part act neut nom/voc/acc sg κρίζω creak imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κρίζω creak imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίζει — κρίζω creak pres ind mp 2nd sg κρίζω creak pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίζειν — κρίζω creak pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίζων — κρίζω creak pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίκεν — κρίζω creak aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριγή — κριγή, ἡ (Α) 1. το τρίξιμο τών δοντιών 2. το τρίξιμο που έκανε, κατά τις αρχαίες δοξασίες, η ψυχή όταν αποχωριζόταν από το σώμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γλαῡξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός τού κρίζω < θ. κριγ (πρβλ. ἔ κριγ ον, αόρ. β τού …   Dictionary of Greek

  • κεκριγότα — κεκρῑγότα , κρίζω creak perf part act neut nom/voc/acc pl κεκρῑγότα , κρίζω creak perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίκε — κρίκος ring masc voc sg κρίζω creak aor imperat act 2nd sg κρίζω creak aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίκον — κρίκος ring masc acc sg κρίζω creak aor ind act 3rd pl (homeric ionic) κρίζω creak aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”